εξαιγειρούμαι

εξαιγειρούμαι
ἐξαιγειροῡμαι, -όομαι (Α) [αίγειρος]
(για λεύκα) μετατρέπομαι σε αίγειρο, σε μαύρη λεύκα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”